- σκορπίς
- -ίδος, ἡ, Αθαλάσσιο ψάρι, πιθανόν είδος μικρού σκορπιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπίος + επίθημα -ίς, -ίδος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκορπίδας — σκορπίς Scorpaena porcus fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκορπίδες — σκορπίς Scorpaena porcus fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκορπίδι — Μικρό νησί στο Ιόνιο πέλαγος. Βρίσκεται στη βόρεια πλευρά του νησιού Σκορπιός. * * * το, Ν [σκορπίς, ίδος] 1. κοινή ονομασία δύο ειδών σκορπιονοειδών ψαριών, τού Scorpaena porcus, δηλαδή τού καθαυτό σκορπιού, και τού Scorpaena notata 2. το… … Dictionary of Greek